σαργάνη

σαργάνη
και ταργάνη, ἡ, Α
1. πλέγμα, δεσμός
2. καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. ορκ-άνη, πλεκτ-άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών -σ- και -τ-, η οποία, κατά μία άποψη, οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σεῦτλον: τεῦτλον, σίλφη: τίλφη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαργάνη — plait fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάνῃ — σαργάνη plait fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάναι — σαργάνη plait fem nom/voc pl σαργάνᾱͅ , σαργάνη plait fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάναις — σαργάνη plait fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάναισι — σαργάνη plait fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάνην — σαργάνη plait fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργάνης — σαργάνη plait fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαργανίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • σαργανίς — ίδος, ἡ, Α σαργάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σαργάνας — σαργάνᾱς , σαργάνη plait fem acc pl σαργάνᾱς , σαργάνη plait fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”